ενεργώ

ενεργώ
και ενεργάω (AM ἐνεργῶ, -έω) [ενεργός]
1. (με εμπρόθ. προσδ. ή επίρρ.) συμπεριφέρομαι («ενεργώ κατά συνείδηση», «σωστά ενήργησες»)
2. εκτελώ, διεξάγω, επιχειρώ κάτι (α. «ενεργώ έρευνα, επιθεώρηση, έφοδο» κ.λπ.
β. «ἐνήργουν τά τοῡ πολέμου», Πολύβ.)
3. καταβάλλω ενέργεια για να γίνει κάτι («ενεργώ τα δέοντα» — κάνω τις απαραίτητες ενέργειες)
4. (για φάρμακο) έχω σημαντική ή αποτελεσματική δράση («το δηλητήριο ενήργησε κεραυνοβόλα»)
νεοελλ.
1. είμαι ενεργητικός, δραστήριος («δεν αρέσκεται σε λόγους, αλλά ενεργεί»)
2. (για φάρμακο) προκαλώ κένωση, αποπάτηση («το ρετσινόλαδο θα τόν ενεργήσει»)
3. (παθ. με μέσ. σημ.) ενεργούμαι
αποπατώ, εκκενώνομαι
4. (για πρόσ., ως επίθ. για όλα τα γένη) ενεργούμενο
αυτός που ενεργεί δραστήρια, αλλά για λογαριασμό και με εντολή άλλου και όχι με ευθύτητα («ύποπτο ενεργούμενο»)
5. φρ. «ενεργώ το έγγραφο» — διεκπεραιώνω τα αναφερόμενα στο έγγραφο, εκτελώντας ό,τι υπάγεται στην αρμοδιότητα μου
6. (με τελική πρότ. ή εμπρόθ. προσδ.) εργάζομαι εντατικά για να επιτύχω κάτι («ενεργώ για να μετατεθείς», «ενεργώ για την προαγωγή», «ενεργώ δραστήρια, ύπουλα, πονηρά»)
μσν.
1. προξενώ, προκαλώ
2. επενεργώ
3. εργάζομαι
4. υπηρετώ
αρχ.-μσν.
1. θέτω σε εφαρμογή, πραγματοποιώ
2. (με αιτ.) κινώ, κατευθύνω («τάς τε σφενδόνας ἐπ' αὐτοὺς καὶ τὰ τόξα ἐνήργουν», Προκ.)
3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ενεργούμενοι
οι δαιμονιζόμενοι
αρχ.
1. (για άντρα) συνουσιάζομαι, κάνω έρωτα
2. φρ. «ἐνεργῶ τινι εἴς τι» — προκαλώ τη δράση κάποιου για να εκτελέσει κάτι (α. «ἐνεργοῡμαι φόβον τινί» — προκαλώ φόβο σε κάποιον
β. «ἐνεργῶ ἔν τινι» — εκδηλώνομαι ή υπάρχω μέσα σε κάποιον, κυρίως για θεϊκή ή υπερφυσική δύναμη).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ενεργώ — ενεργώ, ενήργησα (σπάν. ενέργησα) βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενεργώ — ενέργησα, ενεργήθηκα, ενεργημένος, μτβ. 1. βρίσκομαι, είμαι σε ενέργεια, σε δράση, αναπτύσσω δραστηριότητα: Ενεργώ να πάρω δάνειο. 2. διενεργώ κάτι, το εκτελώ, το πραγματοποιώ: Ενεργούνται ανακρίσεις. 3. κάνω ό,τι πρέπει για σωστή διεκπεραίωση,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνεργῶ — ἐνεργέω to be in action pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνεργέω to be in action pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐνεργέω to be in action pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνεργέω to be in action pres ind act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεργῷ — ἐνεργός at work masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακαμινεύω — ενεργώ νέα καμίνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καμινεύω. ΠΑΡ. ανακαμίνευση. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κων. Μητσόπουλο, φυσιοδίφη] …   Dictionary of Greek

  • εφεσιβάλλω — ενεργώ έφεση εναντίον αποφάσεως κατώτερου δικαστηρίου για μεταβίβαση τής υποθέσεως σε ανώτερο δικαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έφεσις + βάλλω. Η λ. μαρτυρείται στον Παναγ. Χιώτη] …   Dictionary of Greek

  • κατάσχω — ενεργώ κατάσχεση, δημεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποτακτ. αορ. κατά σχω τού ρ. κατ έχω. Κατ άλλη άποψη < κατάσχεση υποχωρητικά, η οποία δημιούργησε αρχικά έναν αόρ. κατάσχησα κι αυτός με τη σειρά του τον ενεστ. κατάσχω κατά το σχήμα πάσχησα: πάσχω] …   Dictionary of Greek

  • παρασκοτίζω — ενεργώ με τρόπο ενοχλητικό εις βάρος άλλου κουράζοντάς τον …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • πειρώμαι — πειρῶμαι, άομαι, ΝΑ, πειρῶ, άω, Α προσπαθώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι, επιχειρώ, αποπειρώμαι, δοκιμάζω («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπειραμένος, η, ο 1. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”